- ψοφίζω
- ΝΜ(εύχρ. μόνον η μτχ. παθ. παρακμ.) ψοφισμένος, -η, -ο- (για ζώο) πεθαμένος, ψόφιοςνεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) τελείως εξαντλημένος, ψόφιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψοφῶ «πεθαίνω», κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταψοφίζω — (Μ) ξηραίνομαι, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφίζω «ξηραίνω»] … Dictionary of Greek
ψοφισμένος — η, ο, Ν βλ. ψοφίζω … Dictionary of Greek